- συμβελης
- συμβελήςσυμ-βελής2пораженный многими стрелами Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμβελής — ές, Α χτυπημένος από πολλά βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βελής (< βέλος), πρβλ. εμ βελής, κατα βελής] … Dictionary of Greek
συμβελῆ — συμβελής hit by several arrows at once neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμβελής hit by several arrows at once masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμβελής hit by several arrows at once masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek